ζευγαρωτός
Смотреть что такое "ζευγαρωτός" в других словарях:
ζευγαρωτός — ή, ό [ζευγαρώνω] 1. αυτός που αποτελεί ζεύγος με κάποιον άλλον, ο ζευγαρωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ζευγαρωτό το ζευγάρι. επίρρ... ζευγαρωτά ανά δύο … Dictionary of Greek
ζευγαρωτός — ή, ό ζευγαρωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)